- ποδοκύλισμα
- ποδοκύλισμα, το και ποδοκύλημα, το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του ποδοκυλώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποδοκύλισμα — το, Ν το ποδοκύλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοκυλώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek